-
1 κίνδυνος
ο1) опасность; угроза опасности;θανάσιμος κίνδυνος — смертельная опасность;
έξοδος κίνδύνου — запасной выход;
σήμα-τα κίνδύνου — сигнал SOS;
κίνδυνος του ατομικού πολέμου — опасность атомной войны;
διατρέχω κίνδυνο — подвергаться опасности;
αντιμετωπίζω κατάματα τον κίνδυνο — смотреть опасности в глаза;
κίνδυνος θάνατος! — берегись, смертельная опасность!;
2) риск;με κίνδυνο της ζωής — с риском для жизни;
§ κρούω τον κώδωνα τού κίνδύνου — бить в набат, предупреждать об опасности
См. также в других словарях:
Καλντερόν, Βεντούρα Γκαρθία — (Venturra Garcia Calderon, Παρίσι 1887 – 1959).Περουβιανός διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες, στη Βαρσοβία, στην Κοινωνία των Εθνών και στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, ανάμεσα στα … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek